- προσιδρύω
- Α1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)2. μέσ. προσιδρύομαιθεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.
Dictionary of Greek. 2013.